- Τριτωνίδος
- Τρῑτωνίδος , ΤριτωνίςTritonisfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TRITON — I. TRITON Africae fluv. ex Tritonide palude erumpens, et in mare Africum, apud Tacapen Urb. unde Rio di Caps dicitur, influens, hortis Hesperideum proximus, 6. mill. pass. a Pacapis, Ferrar. Eius meminit Claudian. De laud. Stil. l. 1. v. 251.… … Hofmann J. Lexicon universale
προχοή — ἡ, Α [προχέω] συν. στον πληθ. αἱ προχοαί 1. στόμιο, εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», Πίνδ. β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», Ομ. Οδ. γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. υπερχείλιση 3. σπονδές 4. ροή ύδατος… … Dictionary of Greek